- Ταυρία
- Ταυρίᾱ , ΤαύριοςLyr. Alex.Adesp.fem nom/voc/acc dualΤαυρίᾱ , ΤαύριοςLyr. Alex.Adesp.fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταυρίᾳ — Ταυρίᾱͅ , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταύρια — Αρχαιότατη γιορτή των Ελλήνων στα προχριστιανικά χρόνια. Η γιορτή γινόταν για να τιμηθεί ο Ποσειδώνας, Θυσίαζαν σε αυτήν μαύρους ταύρους και από το γεγονός αυτό πήρε την ονομασία της. Ο μήνας στον οποίο την γιόρταζαν ονομαζόταν Ταυρεών. * * * Α… … Dictionary of Greek
Ταυρίας — Ταυρίᾱς , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem acc pl Ταυρίᾱς , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυρίαν — Ταυρίᾱν , Ταύριος Lyr. Alex.Adesp. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TAURIA — Graece Ταύρια, festum Neptuni, apud Hesychium in Ταύρια, qui Taurius dictus est, Suidae in Ταυρίδιον; exeo quod eidem prae aliis, ut et Apollini, taurorum sacra fierent, idque interdum ex oraculo, uti docet Pausan. in Phocicis. Vide in voce… … Hofmann J. Lexicon universale
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek